φευκτῶν

φευκτῶν
φευκτός
to be shunned
fem gen pl
φευκτός
to be shunned
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • бѣгаѥмыи — (2*) прич. страд. наст. к бѣгати в 3 знач.: тогда бѣ вещь бѣгаѥма. величьства ради власти. нынѩ же въскачюще на вещь пища ради. (οἱ τὸ πρᾶγμα φεύγοντες) ПНЧ XIV, 94б; в роли с.: ни ѡ(т)вратишисѩ акы неч(с)тоты и акы скверны. и ˫ако иного нѣчто… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • φευκτός — ή, ό / φευκτός, ή, όν, ΝΑ [φεύγω] νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί να αποφύγει κανείς αρχ. 1. αυτός τον οποίο πρέπει ν αποφεύγει κανείς («ὀρέγεται τῶν φευκτῶν», Λουκιαν.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαφύγει («ἀγγελίαν ἄτλαταν οὐδὲ φευκτάν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”